Πριν πολλά χρόνια, οι σπόροι chia ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της διατροφής των Αζτέκων και των Μάγια στη Λατινικής Αμερική ενώ επίσης χρησιμοποιούνταν και για ιατρικούς λόγους.
Για πολλά χρόνια, οι άνθρωποι εξήραν τους σπόρους chia για τις θρεπτικές τους ιδιότητες.
Το ανθοφόρο φυτό chia, ανήκει στην οικογένεια της μέντας και ευδοκιμεί στο κεντρικό και νότιο Μεξικό και τη Γουατεμάλα.
Είναι πλούσιοι σε ωμέγα-3 λιπαρά οξέα. Από τα λιπαρά τους, το 60% είναι ω-3, το 15% ω-6, το 5% ω-9 και το 20%, κορεσμένο λίπος.
Μόλις 1 κουταλιά της σούπας σπόροι chia, περιέχει 5 γρ. φυτικών ινών, 3 γρ. πρωτεΐνης, 2282 mg ωμέγα 3 και 752 mg ωμέγα-6 λιπαρά οξέα!
Βελτιώνουν τη χοληστερόλη ορού και την υγεία της καρδιάς
Τα απαραίτητα λιπαρά οξέα, αυξάνουν τα επίπεδα HDL (καλής χοληστερόλης), ενώ μειώνουν την LDL (κακή χοληστερόλη) και τα τριγλυκερίδια.
Επίσης, η βελτίωση της χοληστερόλης του ορού βοηθά στην υγεία της καρδιάς, καθώς η κακή χοληστερόλη αποτελεί παράγοντα κινδύνου για καρδιακές παθήσεις.
Ενισχύουν τα επίπεδα ενέργειας, δίνουν ενέργεια και διαθέτουν υδρόφιλες ιδιότητες που βοηθούν στην ρύθμιση των ηλεκτρολυτών.
Βελτιώνουν τα συμπτώματα του διαβήτη αφού ο γλυκαιμικός δείκτης των σπόρων chia, είναι πολύ χαμηλός κι έτσι τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα δε φτάνουν στα ύψη, όπως με τους επεξεργασμένους υδατάνθρακες.
Βοηθούν στην απώλεια βάρους διότι οι σπόροι chia περιέχουν τόσο διαλυτές όσο και αδιάλυτες φυτικές ίνες. Οι διαλυτές φυτικές ίνες απορροφούν το νερό και διαστέλλονται για να σχηματίσουν έναν τύπο ζελέ, που δημιουργεί το αίσθημα της πληρότητας κι έτσι μας βοηθά να καταναλώνουμε λιγότερες θερμίδες. Η αδιάλυτη ίνα, η οποία δεν χωνεύεται, βοηθά στην
πρόληψη της δυσκοιλιότητας και πεπτικών διαταραχών.
Μειώνουν τη φλεγμονή καθώς τα υψηλά επίπεδα των απαραίτητων λιπαρών οξέων που περιέχουν οι σπόροι chia, έχουν αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, βοηθώντας έτσι στην απορρόφηση των λιποδιαλυτών βιταμινών και τη μείωση της c αντιδρώσας πρωτεΐνης, ενός δείκτη φλεγμονής. Τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα μειώνουν τη δυσκαμψία και τον πόνο.
Μελέτες έχουν δείξει ότι η μειωμένη φλεγμονή μειώνει τον κίνδυνο για καρδιακή νόσο, αρθρίτιδα και ορισμένους τύπους καρκίνου.